ΠΥΡΓΕΤΟΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
ΓΕΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
ΠΕΣΟΝΤΕΣ ΠΟΛΕΜΩΝ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΑ
ΠΛΗΘΥΣΜΙΑΚΑ
ΕΙΔΙΚΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ
ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΑ
ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΠΥΡΓΕΤΟΥ (16ο ΤΡΙΚΑΛΩΝ)
ΧΩΡΟΤΑΞΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ
ΕΝΘΥΜΗΣΕΙΣ
ΔΙΑΦΟΡΑ
=> Hμερολόγιο του λοχία Κώστα Αλ. Αλεξίου 1940-1941
=> Ο Ιατρός Δημ. Πουλιανίτης και η 2η απόπειρα δολοφονίας του Ελ. Βενιζέλου
=> Η Μετανάστευση στις ΗΠΑ
=> Τα πλοια για τις ΗΠΑ
=> Αρχειο ιερέως Θεόδωρου Πουλιανίτη
 

Hμερολόγιο του λοχία Κώστα Αλ. Αλεξίου 1940-1941

Το προσωπικό ημερολόγιο του λοχία Κώστα Αλ. Αλεξίου κατά την διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου 1940-1941.

Ο Κώστας Αλεξίου γεννήθηκε και διέμεινε στον Πυργετό Τρικάλων. Η 28η Οκτωβρίου 1940 βρήκε τον Κώστα Αλεξίου στα Τρίκαλα και συγκεκριμένα στο σπίτι του στον Πυργετό, ήταν  26 χρονών τότε και επιστρατεύτηκε, όπως κι άλλα παλικάρια της ηλικίας του, και έφυγε για το μέτωπο, όπου παρέμεινε πολεμώντας τους εισβολείς μέχρι την κατάρρευση του. Υπηρετώντας στο ορειβατικό πυροβολικό με τον βαθμό του λοχία είχε αποστολή τη μεταφορά πολεμοφοδίων από τα μετόπισθεν στην πρώτη γραμμή του πυρός, συνήθως νύχτα από το φόβο των ιταλικών αεροπλάνων. Εκεί βίωσε τις κακουχίες, την αγριότητα και το φόβο του πολέμου. Ωστόσο είχε το κουράγιο να κρατά ημερολόγιο, σημειώνοντας τα συμβάντα της ημέρας από τις πολεμικές επιχειρήσεις του τομέα του.Στο ημερολόγιο αυτό, γραμμένο σε ένα μικρό σχολικό τετράδιο, κατέγραφε, όποτε οι συνθήκες του το επέτρεπαν, τις εμπειρίες του από εκείνη την ξεχωριστή ιστορική περίοδο. Οι περιγραφές του δεν διεκδικούν ασφαλώς λογοτεχνικές δάφνες, είναι όμως ανθρώπινες και αληθινές, χωρίς φτιασίδια και ωραιοποιήσεις και αποδίδουν λιτά το πνεύμα εκείνων των ημερών.Ο Κώστας Αλεξίου «έφυγε» πλήρης ημερών τον Αύγουστο του 2006. Ο γιός του, Αλέξης Αλεξίου, δικηγόρος, που ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη, ξεκαθαρίζοντας στα μέσα Οκτωβρίου του 2006 τα συρτάρια του πατρικού του σπιτιού στον Πυργετό, ανακάλυψε το ξεχασμένο ημερολόγιο. Ενόψει της εθνικής επετείου της 28ης Οκτωβρίου, την Παρασκευή 27 Οκτωβρίου 2006 στην τοπική εφημερίδα των Τρικάλων Η ΕΡΕΥΝΑ στη στήλη ΑΠΟΨΕΙΣ δημοσίευσε το πρώτο μέρος του ημερολογίου παραμονές της εθνικής επετείου του «ΟΧ
I», την επόμενη συνέχεια του ημερολογίου, δημοσίευσε η ίδια  εφημερίδα  ένα χρόνο μετά (Οκτώβριος 2007).Η διαχείριση της ιστοσελίδα μας ευχαριστεί θερμά τον κ. Αλέξη Αλεξίου για την προσφορά του ημερολογίου για δημοσίευση.

 

Στις 28 Οκτωβρίου 1940,

μόλις ζημερωσε, ο κόσμος αναστατώθηκε γιατί αμέσως σαν αστραπή μαθεύτηκε «πόλεμος-πόλεμος, η Ιταλία μας κήρυξε τον πόλεμο». Οι καμπάνες όλες χτυπούσαν αδιάκοπα, ο κόσμος γύριζε εδώ και κει στους δρόμους, στις αυλές των σπιτιών, παντού, χωρίς καμιά δουλειά, όλα σταμάτησαν, καμιά γυναίκα δεν μαγείρεψε φαγητό, αναστατωμένοι όλοι, ο ένας ρωτούσε τον άλλο τι θα γίνει κ,λ.π.Αλλά με το ξημέρωμα της ημέρας μαθεύτηκε από τις εφημερίδες, από κήρυκες, από στόμα σε στόμα πως είχαμε Επιστράτευση Γενική και η ανησυχία πια όλων ήταν κάτι το αφάνταστο, κάτι πρωτοφανές.Η κάθε μάννα και αδελφή ετοίμαζαν τον γυιό της ή τον αδελφό της, πολλές δε δύο παιδιά ή αδέλφια, όπως εμείς, εγώ με τον αδελφό μου Γιαννακούλη. Οι πατεράδες και οι μανάδες έδιναν συμβουλές και ευχές στα παιδιά τους και τα δάκρυα όλων δεν σταματούσαν από τη συγκίνηση.Και οι νέοι ξεκινούσαν κατά ομάδες για τον τόπο προορισμού δύο-τρεις μαζί. τρεις-τέσσερις μαζί,με τα σακκούλια τους υπό μάλης ο καθένας, έχοντας μέσα εσώρουχα, κάλτσες κι άλλα. Αλλά όλοι ήμασταν μα χαρά, με γέλια.Εγώ ξεκίνησα με τον πρώτο εξάδελφο μου Γιώργο Γούλα για τον Πλατύκαμπο Λαρίσης. Εκεί έπρεπε να παρουσιαστώ στο Ορειβατικό Πυροβολικό.Και πράγματι παρουσιάστηκα αυθημερόν. Μόλις κατέβηκα στη Λάρισα τι να ιδώ, φρίκη και τρόμος και πανικός, την προηγούμενη πρώτη μέρα της κηρύξεως του πολέμου οι Ιταλοί με την αεροπορία τους εβομβάρδισαν τη Λάρισα με αρκετά αεροπλάνα και μάλιστα, όπως μετέδωσαν τα ξένα πρακτορεία και όπως έγραψαν οι εφημερίδες, διοικητής του βομβαρδιστικού σμήνους ήτο ο ίδιος ο Τσιάνο γαμβρός επί θυγατρί του δικτάτορα Μουσολίνι. Έτσι ο πανικός ήτο δικαιολογημένος, γιατί οι καταστροφές και τα θύματα ήταν αρκετά.Από τη Λάρισα έφτασα στον Πλατύκαμπο Λαρίσης (χωριό). Και αφού παρουσιάστηκα και τακτοποιήθηκα πια στρατιώτης, άρχισαν να συγκροτούν πυροβολαρχίες και να τις στέλνουν στο μέτωπο. Εδώ αξίζει να σημειώσω πως την άλλη ημέρα, δεν ξέρω πού, τα ιταλικά αεροπλάνα εισήλθαν για να βομβαρδίσουν και η σειρήνα στη Λάρισα άρχισε να ουρλιάζει συναγερμό, δηλ.«αεροπλάνα»! Η ώρα ήταν περίπου 10 πρωινή, οπότε όλοι, στρατιώτες και αξιωματικοί, γίναμε λαγοί τρέχοντας έξω στα χωράφια και στα χαντάκια να κρυφτούμε. Ευτυχώς δεν ήρθαν στη Λάρισα, αλλά οι στρατιώτες όλοι κανένας δεν πήγαμε στο κέντρο, ούτε για συσσίτιο το μεσημέρι, παρ' όλο που η σάλπιγγα του στρατού χτυπούσε συνεχώς για προσκλητήριο και για φαγητό. Το βράδυ γυρίσαμε για συσσίτιο και για ύπνο.Γι’ αυτό αν οι «μακαρονάδες- (έτσι τους ονομάζαμε) Ιταλοί όχι να βομβάρδιζαν, αλλά απλώς να 'καναν κάθε μέρα μία βόλτα κάπου στο εσωτερικό της Ελλάδος, η Ελλάδα δεν θα μπορούσε ποτέ να κάνει επιστράτευση, γιατί με την εμφάνιση ιταλικών αεροπλάνων στο εσωτερικό της Ελλάδος οι σειρήνες όλων των πόλεων ηχούσαν συναγερμό «αεροπλάνα»»! και όλος ο κόσμος, πολίτες και στρατός, έτρεχαν να κρυφτούν στα καταφύγια ή όπου μπορούσε κανείς καλύτερα.Αφού πέρασα περίπου μια εβδομάδα στον Πλατύκαμπο, έφυγαν σχεδόν όλοι οι στρατιώτες κατάπυροβολαρχίες για το μέτωπο. Εγώ με μερικούς άλλους, περίπου 25-30, μας λέγει ένας ανθυπολοχαγός «ποιος θέλει να πάει στο αντιαεροπορικό στο Βόλο» (φάρσα όμως). Όλοι βγήκαμε πρόθυμα και αντί για αντιαεροπορικό πήγαμε και βρήκαμε σε μια πλαγιά του Βόλου, κάτω από πελώριες ελιές, δεμένα μουλάρια και λίγα άλογα. Και δεν ήταν μόνον αυτό, το κακό ήταν που χώρισα με τον εξάδελφο Γ. Γούλα, γιατί αυτός πήρε αναβολή επειδή είχε περάσει πλευρίτιδα (και επειδή στη Λάρισα στο (σημ.: δεν αναφέρεται το όνομα του) ο θείος μου κατόρθωσε να τον απαλλάξει).Έμεινα στο Βόλο περίπου μια βδομάδα χωρίς πια ούτε έναν γνωστό, ούτε έναν τρικαλινό, ούτε έναν και από τα γύρω χωριά των Τρικάλων.Αφού γίναμε έτοιμοι ξεκινήσαμε 1ος Ορχος πυροβολικού, δηλ. μεταγωγικά. Ο κάθε στρατιώτης είχε και από ένα μουλάρι φορτωμένο με πυρομαχικά ή άλλα εργαλεία, εφόδια κ.λ.π. Εγώ λόγω του βαθμού μου ως Λοχίας δικαιούμαν να ιππεύσω και διάλεξα και πέτυχα μια φοράδα πολύ ήσυχη και καλή. Αφού ξεκινήσαμε φτάσαμε στο σταθμό, επιβιβαστήκαμε στο τραίνο και κατεβήκαμε στην Καλαμπάκα νύχτα. Στο πέρασμα από τα Τρίκαλα έριξα ένα γραμματάκι στα σίδερα  όπου περνούσαν το πρωί οι Πυργετιανοί γαλατάδες για τα Τρίκαλα, να το δώσουν στο σπίτι μου. Από ’δω και πέρα αρχίζει ο μεγάλος αγώνας. Αφού κατεβάσαμε τα ζώα, πυρομαχικά, τα διάφορα εργαλεία και σκεύη, αρχίσαμε να φορτώνομε νύχτα, αλλού στο σκοτάδι, κι αλλού έφεγγε κανένα φαναράκι εκστρατείας και ξεκινήσαμε πριν ξημερώσει προς το βορρά, προς την Αλβανία. Και βαδίζαμε όλη τη μέρα, χωρίς πουθενά να σταματήσουμε και φθάνουμε κάποτε αργά το βραδάκι σε κάποιο χωριό, Αγιόφυλλο, έξω. και εκεί σταματήσαμε, ξεφορτώσαμε τα ζώα και μείναμε όλο το βράδυ. Την επομένη το πρωί ξεκινήσαμε πάλι, βαδίζοντας όλη την ημέρα, περάσαμε τα χωριά Μελίσσι, Ελευθεροχώρι, περάσαμε τον ποταμό Βενετικό και φθάσαμε έξω από τα Γρεβενά. Εκεί σταματήσαμε και μείναμε το βράδυ. Την επομένη το πρωί ξεκινήσαμε πάλι όλο προς το βορρά και απο δω και τώρα αρχίζουν οι μεγάλες ανηφοριές. Ολο και πιο ψηλότερα βουνά και οι δρόμοι τώρα δεν είναι δρόμοι, είναι κατσικομονοπάτια, τα βουνά τώρα είναι πολύ δασωμένα, και στα μονοπάτια που περνάμε μετά βίας περνάν τα μουλάρια φορτωμένα. Και περνάμε από το χωριό Ντουτσικό και φθάνουμε  στο χωριό Ζούζουλη. το βράδυ εγώ με δυό στρατιώτες κοιμηθήκαμε σε ένα σπίτι, στο Γέρο, μας φιλοξένησε και το βρσδι μας φίλεψε φασολάδα.Την άλλη μέρα το πρωί ξεκινήσαμε και φτάσαμε στο χωριό Φούρκα (Φούρκα και Σαμαρίνα. τραγούδι Βλάχων). Εκεί βρήκαμε τον πρώτο ιταλό στρατιώτη σκοτωμένο. Περάσαμε το χωριό Κεράσοβο με τις πολλές καρυδιές, μετά περάσαμε τα ελληνοϊταλικά φυλάκια, επίσης τον ποταμό Σαραντάπορο και μετά τον ποταμό Αώο και φθάσαμε στο Λιασκοβίτη. Εκεί μείναμε, δεν θυμάμαι ακριβώς πόσες ημέρες. Από εκεί ξεκινήσαμε και φτάσαμε στη Λιάσοβα, μετά στο Γερακάρι, μετά στην Κοβασίτσα.,στο Ίσκαρι, στη Μπένια και φθάσαμε στη Νοβοσέλα. Εκεί μείναμε 13 ημέρες.Μετά από εκεί φύγαμε και φθάσομε στο χωρίο Μούνταρι. μετά στο χωριό Κουτάλι, μετά στο χωριό Μόχριτσα και μετά στο χωριό Κούκιαρι. Στο παραπάνω διάστημα μείναμε ένα βράδυ σε μια εκκλησία. Το πρωί ξεκινήσαμε με έναν αλβανό οδηγό να προχωράμε. Ο οδηγός μας είπε πως μια ώρα ήταν μέχρι εκεί που θέλαμε να πάμε και κάναμε μέχρι αργά το απόγευμα! Ο δρόμος που μας οδήγησε ήταν αδιάβατος και μας γκρεμίστηκε το πρώτο μουλάρι μαζί με το φορτίο του σε μια χαράδρα, η φάλαγγα προχώρησε, δύο στρατιώτες αγωνίζονταν στη χαράδρα με το μουλάρι. Τι έγινε το μουλάρι δεν έμαθα. Ο δε επιλοχίας Καλογρούλης, μετά το πέσιμο του μουλαριού, άρχισε να φωνάζει δυνατά και να κατηγορεί τον ταγματάρχη που είχαμε επικεφαλής ότι είναι κατάσκοπος που μας πήγε από εκεί που δεν υπήρχε δρόμος.

 

3 Ιανουαρίου 1941.

Ημέρα ήρεμη, μικρά δράσις πυροβολικού, ξεκούρασις στρατευμάτων. Εγώ, συνοδεία με τους τριακόσιους του Όρχου μας, πήγαμε πυρομαχικά στο 7ο Σύνταγμα Πεζικού προς ενίσχυση του. Εις το γύρισμα από Κούκιαρι με ραγδαία βροχή, αέρα δυνατό και πολύ κρύο χάσαμε το δρόμο (μονοπάτι) πολλές φορές μαζί με τον λοχαγό Ζούκα και τον υπαστπιστή μας Λουτζάκη Αντ. Επιτέλους καμιά φορά έφτασα στον καταυλισμό, αφού έπεσα πολλές φορές ύστερα από περπάτημα 6-7 ώρες. Νύχτα μαρτυρίου, μούσκεμα μέχρι τη σάρκα, έτρεμα δε σαν το σκυλί από το κρύο, το οποίο δεν θα τοξεχάσω ποτέ, και φτάσαμε τέσσερις η ώρα το πρωϊ.

 

Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 1941

Ημέρα κρύα και βροχερή. 0 στρατός μας κρατάει τας θέσεις του, το δε πυροβολικό βάλλει συνεχώς κατά αραιά διαστήματα. Την επαύριο ετοιμάζεται επίθεσις. Στας 16 το βράδυ διετάχθημεν από το Σώμα να πάμε την επαύριο πυρομαχικά εις 16ην Μεραρχίαν. Την 12ην νυκτερινήν δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Μόλις είχα στρώσει την κουβέρτα μου να κοιμηθώ μέσα σε ένα παλιό κτήριο χαρούμενος από τη ζεστασιά και την άπλα. Για πρώτη φορά στη ζωή μου άκουα και έβλεπα έξω να χιονίζει, να αστράφτει και να μπουμπουνίζει ταυτόχρονα. Εκείνο το μπουμπούνισμα αντιλαλούσε σε όλα τα βουνά, τόσο ισχυρά και παρατεταμένα που έλεγα 'Παναγία μου τι είναι αυτό απόψε;. Ξαφνικά ακούμε τη σάλπιγγα να  χτυπάει προσκλητήριο. Αφού βγήκα έξω από την ωραία ζέ:στα μου και μάθαμε περί τίνος επρόκειτο, ξεκινήσαμε με όλα τα ζώα του Όρχου, νύχτα, σκοτάδι, χιόνι, αστραπές, μπουμπουνητά, να λες 'Θεέ μου, πού πάμε, για το χαμό;. Προχωρούσαμε βιαστικά όλοι, μη τυχόν κοπούμε από τη φάλαγγα και χαθούμε, γιατί, όπως ανέφερα και παραπάνω, ποτέ σχεδόν δε βαδίζαμε σε δρόμο ή δεν υπήρχε δρόμος (μονοπάτι).Φθάσαμε, ύστερα από ώρες, στο δημόσιο δρόμο. Εκεί ήταν ο εφοδιασμός πυρομαχικών, κάπου προς τη γέφυρα Μέρτζανη. Και αφού φορτώναμε ένας-ένας και γρήγορα για να ακολουθήσουμε τον προηγούμενο μην τυχόν και χαθούμε μέσα στη νύχτα, περάσαμε κάτω από την Τρεμπεσίνα (όρος) και μπροστά από την περιβόητη Κλεισούρα, όπου το ιταλικό πυροβολικό έβαζε κάπου-κάπου στην κοιλάδα και προς τα εκεί που περνούσαμε. Φτάσαμε στο Τόλιαρι και μετά περνώντας από την Κλεισούρα εγώ κατέβηκα από τη φοράδα μου, την έπιασα από το χαλινό από τα αριστερά μου να την έχω ως πρόχωμα σε περίπτωση που θα έπεφτε οβίδα, γιατί πριν από λίγη ώρα είχε πέσει μια οβίδα, αλλά ευτυχώς έπεσε λίγο πιο πέρα. Βαδίζαμε και βαδίζαμε όλη τη μέρα σε συνεχή βροχή και ως τα γόνατα λάσπη. Και τι λάσπη, να κολλάει στα άρβυλα και να μην ξεκολλάει και να είμαστε μούσκεμα μέχρι σαρκός. Εδώ ήταν που θυμήθηκα το συνάδελφο μου λοχία Παπαοικονόμου από το Βόλο, καθηγητή μαθηματικών, ψηλό και πολύ αδύνατο, που στα μισά του δρόμου σωριάστηκε σ' ένα μανδρότοιχο μπροστά μου, μη μπορώντας άλλο να σύρει τα βαριά και αδύνατα πόδια του. Πριν από λίγο καιρό, κάπου στο μέτωπο βρεθήκαμε 5-6 λοχίες και μέναμε ευτυχώς όλοι μέσα σε μια παλιοκουζίνα ενός σπιτιού Αλβανών (οι κάτοικοι είχαν φύγει), ο Παπαοικονόμου άρχισε να τραγουδάει το τραγούδι «έρημος βαρύς και μόνος, σέρνομαι μεσ' στη ζωή, κάθε βήμα μου είναι πόνος, μα τον ξένο πόνο ποιος τον εννοεί.....κλπ», σαν να ήξερε ο καημένος τι τον περίμενε!Αφού φτάσαμε το βραδάκι, ξεφορτώσαμε, η ψυχή μας κόντευε να βγεί από την κούραση και το συνεχές βάδισμα. Αμέσως ξεκινήσαμε για τον καταυλισμό μας από άλλο μονοπάτι μέσα στα βουνά. Περνώντας είδαμε οχυρά ιταλικά, κορμούς από δέντρα καταγής, συρματοπλέγματα, πολυβόλα, οπλοπολυβόλα, όλμους κι άλλα εγκαταλειμμένα από τους Ιταλούς.

 

Σάββατο 18 Ιανουαρίου 1941

Ημέρα χιονισμένη. Από χθες χιονίζει αδιάκοπα. Ψύχος δυνατό, αέρας αδιάκοπος, πράγμα που κάνει αδύνατες τις επιχειρήσεις. Και όμως το πυροβολικό μας άρχισε τα πυρά του από το μεσονύκτιο, τα δεστρατεύματα μας άρχισαν την προέλαση τους καταδιώκοντας τους ιταλούς αιχμαλώτους κατά πόδας και συνέλαβαν 900 ιταλούς αιχμαλώτους. Όλη τη μέρα και τη νύχτα χιόνιζε και άστραφτε και μπουμπούνιζε με κεραυνούς (ένα πράγμα πρωτοφανές).


Κυριακή 19 Ιανουαρίου 1941

Ημέρα μετά διαλειμμάτων ήλιου. Πρωί-πρωί έξι αεροπλάνα ιταλικά έκαναν αναγνωρίσεις στα ελληνικά μετόπισθεν.Με τη δεύτερη αναγνώριση τα τρία έριξαν αρκετές βόμβες πλησίον του καταυλισμού μας, προς το δημόσιο δρόμο της Κλεισούρας, όλες δε έπεσαν στους αγρούς. Εγώ έπλυνα τα μανδηλάκια μου κλπ. στο ρέμα. Το απόγευμα πάλι πολλά ιταλικά αεροπλάνα περιπολούσαν άνωθεν των ελληνικών θέσεων με ανακατωμένες κατευθύνσεις. Ο στρατός μας προελαύνει συνεχώς από χθες. Συνέλαβαν ένα σύνταγμα αιχμαλώτους μαζί με το Συνταγματάρχη. Επίσης ένα άλλο σύνταγμα διεμελίσθη. Λέγεται ότι ο στρατός μας επλησίασε το Βεράτιον και ετράπησαν εις άτακτον φυγήν και ο στρατός μας πουθενά δεν συναντά εχθρική αντίσταση.

 

Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 1941

Το βράδυ ξεκινήσαμε με 30 στρατιώτες με τα μουλάρια τους και με τους Ανθ/γούς Βούρδα και Μακρυγιάννη και φορτώσαμε από τον εφοδιασμό βλήματα πυροβόλων που τα πήγαμε στη Γκορίτσα όλη τη νύχτα. Το πρωί βρεθήκαμε εις τον καταυλισμόν μας, αφού αναζήτησα το γαμπρό μου Γιάννη Κωτούλα εις Τολιαρί. Ημέρα ολοκάθαρη (καλοκαιρινή). Τα πυροβόλα μας βουίζουν συνεχώς παντού, τα βουνά τραντάζονται από τις ομοβροντίες και τον αντίλαλο. Τα εχθρικά αεροπλάνα μας επισκέφθηκαν πρωί-πρωί.  Πρώτα εμφανίστηκαν 20 καταδιωκτικά και μετά 6 βαρέα βομβαρδιστικά τα οποία εβομβάρδισαν τέσσαρες φορές όλα τα γύρω υψώματα, το χωριό Παναρίτη και την αμαξιτή οδό δεξιά και αριστερά της Κλεισούρας. Έριξαν περίπου 150-200 βόμβες και κάθε φορά που βομβάρδιζαν περνούσαν από πάνω μου, ευτυχώς διέκοπταν άνωθεν μου, αλλά η ψυχή μου μου είχε φύγει. Είπα μετά πως αυτός ο βομβαρδισμός χρόνια ζωής μου έκοψε. Μετά ολίγη ώρα πάλι εβομβάρδισαν την Πρεμετή και αργότερα άλλα 6 κατέβηκαν πολύ χαμηλά και έβαλαν με τα μυδραλλιοβόλα τρομάζοντας μας. Το ένα από αυτά εμυδραλλιοβολούσε 5-10 μέτρα άνωθεν μας. Σε όλο αυτό το διάστημα τα πυροβόλα μας εσίγησαν. Αργότερα άρχισαν πάλι τις ομοβροντίες τους. Το απόγευμα ήρθαν πάλι πέντε σμήνη βομβαρδιστικά αεροπλάνα. Το πρώτο σμήνος πέρασε από πάνω μου. Την ώρα εκείνη πότιζα τη φοράδα μου στο ρέμα και την εγκατέλειψα και έτρεξα και κρύφτηκα.
Το βομβαρδισμό έγινε στο Τόλιαρι! Άλλο σμήνος εβομβάρδισε στην Πρεμετή και άλλα στα γύρω υψώματα που ήταν Ελληνικός Στρατός. Τέλος εξαφανίστηκαν, ο Στρατός μας κατέλαβε νέες θέσεις και ένα χωριό και συνέλαβαν πολλούς αιχμαλώτους. Η αεροπορία μας κατέστρεψε δύο ιταλικές πυροβολαρχίες.

 

Τρίτη 21 Ιανουαρίου 1941

Ημέρα συννεφιασμένη και κρύα. Ο στρατός μας επιτίθεται σε όλα τα μέτωπα. Το πυροβολικό μας από της 5ης πρωινής άρχισε τα πυρά του. Συνεχώς όλη τη μέρα μέχρι τη δύση του ηλίου εσείετο ο τόπος από τις ομοβροντίες. Τρία ιταλικά αεροπλάνα εβομβάρδισαν την πρωίαν την αμαξιτή οδό μπροστά στην Κλεισούρα και κατά μήκος της Κλεισούρας. Το απόγευμα και πάλι εβομβάρδισαν τις ίδιες θέσεις, καθώς και τα υψώματα μεταξύ Κλεισούρας και Παναρίτη. έρριξαν βόμβες, περίπου πενήντα. Ο στρατός μας συνεχίζει τις επιθέσεις του.

 

Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 1941

Ημέρα με βάρια συννεφιά, αέρας δυνατός, κάπου-κάπου βρέχει. Το πυροβολικό μας άρχισε τα πυρά του από της έκτης πρωινής. Η εχθρική αεροπορία δεν ενεφανίσθη. Έξι δικά μας αεροπλάνα πήγαν και βομβάρδισαν της εχθρικές θέσεις.Τα πυροβόλα μας βάλλουν συνεχώς κατά του εχθρού. Η τρίτη Μεραρχία βάλλει κατά του Βερατίου. Τη νύχτα της ίδιας ημέρας έπιασε καταρρακτώδης βροχή ως το πρωί.

 

Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 1941

Ημέρα με βάρια συννεφιά, με ομίχλη και βροχή κατά διαστήματα. Το πυροβολικό μας εσίγησε εντελώς. Η συζυγαρχία μαζί και όλος ο Όρχος ετοιμάζεται προς εκκίνηση και περί ώρα 2.30 μ.μ. ξεκινήσαμε και μέσω Τόλιαρι φθάσαμε στον προορισμό μας, στο χωριό Κόριτσα. Στο Τόλιαρι συνάντησα τον Χατζηλάκο, ανθυπολοχαγό, ο οποίος με πληροφόρησε για το Γιάννη Κωτούλα. Επίσης συνάντησα στον εφοδιασμό τον Χρήστο Νταούλα, ο οποίος με πληροφόρησε για τον αδελφό μου Γιαννακούλη. Στον αμαξιτό δρόμο βρήκαμε πολλούς ιταλούς αιχμαλώτους, οι οποίοι, όπως λέγανε, ήτο 3 ημερών στρατιώται και οι οποίοι ερρίφθησαν με αεροπλάνα. Λέγεται ότι πέρασαν 2 χιλιάδες αιχμάλωτοι. Επίσης, 2 τάγματα μαζί με τους αξιωματικούς των παρεδόθησαν. Τέλος φθάσαμε στον καταυλισμό μας περί την 3 ώρα πρωινή.











 

This website was created for free with Own-Free-Website.com. Would you also like to have your own website?
Sign up for free